Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Τι ημερολόγιο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι ΄Ελληνες;


Από τα έργα του Ησιόδου, του Ομήρου και τις πήλινες πινακίδες του 13ου αιώνα π.X. συνάγεται ότι στον ελλαδικό χώρο οι άνθρωποι δεν τα βρήκαν όλα έτοιμα και δεν τα αντέγραψαν από τους Βαβυλώνιους, όπως πιστεύουν μερικοί. Χρησιμοποίησαν και οι Έλληνες το σεληνιακό έτος με 354 ημέρες, αλλά είχαν αρκετές γνώσεις για να καταλάβουν ότι δεν μετρούσε με ακρίβεια τη διάρκεια ενός ηλιακού έτους ‐ δηλαδή, όπως είναι το σημερινό δικό μας ‐ και άρχισαν οι προσπάθειες για να διορθωθεί. Ο Αθηναίος αστρονόμος και γεωμέτρης Μέτων ο Παυσανίου το 433 π.X. κατάφερε όχι μόνο να υπολογίσει ότι η διάρκεια του έτους έπρεπε να είναι 365 ημέρες και 5/19 της ημέρας, αλλά έδειξε και τον τρόπο να προβλέπονται ακριβώς οι ημερομηνίες των φάσεων της Σελήνης για μια περίοδο 19 ετών και ποιες διορθώσεις έπρεπε να γίνουν, ώστε έφθασε να είναι το κάθε έτος ίσο με 365 ημέρες, 6 ώρες και 19 λεπτά περίπου (αν σκεφθούμε ότι το έτος 2000 μ.X. υπολογίστηκε ότι είχε διάρκεια 365 ημέρες, 5 ώρες και 49 λεπτά περίπου, είχε κάνει πολύ καλή δουλειά). Και άλλοι Έλληνες διαπρεπείς αστρονόμοι, όπως ο Κάλλιππος και ο Ίππαρχος, βελτίωσαν το ημερολόγιο, φθάνοντας το σφάλμα μόλις στη 1 ημέρα κάθε 222 χρόνια, μόνο που όλοι επέμεναν στη σχεδόν αδύνατη προσπάθεια να διαιρούν το ηλιακό έτος σε ακέραιους σεληνιακούς μήνες. Ίσως διότι το ήπιο κλίμα της Αττικής τούς επέτρεπε να κάνουν τις διορθώσεις που ήθελαν και να τις προσθέτουν όταν τις ήθελαν, χωρίς κάποια έντονα καιρικά φαινόμενα να δείχνουν ότι δεν είχαν δράσει εγκαίρως.

Πρωτοχρονιά πάντως στην Αττική των κλασικών χρόνων είχαν τον μήνα Εκατομβαιώνα, μόλις εμφανιζόταν η νέα Σελήνη μετά την (σημερινή) 21η Ιουνίου, ενώ αυτή την εποχή διάνυαν τον μήνα Ποσειδεώνα.

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Υπάρχει ο χρόνος ή μήπως είναι μόνο στο μυαλό των ανθρώπων;


Μέσα στο 2002 στα υπόγεια εργαστήρια του Πανεπιστημίου της Γενεύης έγινε ένα εξαιρετικά καθοριστικό πείραμα για την αντίληψή μας περί χρόνου. Με πολύ απλά λόγια, μπορούμε να πούμε ότι έστειλαν μέσα από οπτικές ίνες ζεύγη φωτονίων που είχαν παραχθεί μαζί και εξαρτιόταν το ένα από το άλλο. Αυτά ανά δύο έπεφταν το καθένα επάνω σε έναν ξεχωριστό καθρέφτη ειδικής κατασκευής ώστε να μπορούν να ανακλασθούν ή να περάσουν από μέσα, χωρίς να είναι προγραμματισμένο από πριν τι ακριβώς θα κάνουν. Αποδείχθηκε ότι στο κάθε ζευγάρι υπήρχε τέλεια συνεννόηση. Αν περνούσε το ένα από μέσα, περνούσε και το άλλο· αν το ένα προτιμούσε να ανακλαστεί, το ίδιο έκανε και το άλλο ‐ χωρίς αυτό, το τονίζουμε, να οφείλεται σε κάποιο προγραμματισμό από πριν. Αν κάποιος σκεφθεί ότι υπήρχε ακαριαία ή έστω
μέσα σε αφάνταστα μικρό χρόνο κάποια ανταλλαγή μηνυμάτων ανάμεσα στα μέλη κάθε ζευγαριού, πρέπει να ξέρει ότι ταυτόχρονα γκρεμίζει όλη τη θεωρία του Αϊνστάιν, που δεν θέλει να διαδίδεται το οποιοδήποτε μήνυμα τόσο γρήγορα. Γιατί αυτό θα έπρεπε να γίνεται με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός. Ετσι οι ερευνητές της συμπεριφοράς των σωματιδίων του μικροκόσμου θεώρησαν ότι είχαν τη συγκλονιστική απόδειξη ενός απίστευτου συμβάντος: H «συνεννόηση» των δύο φωτονίων γίνεται όχι μόνο σαν να μην υπάρχει μεταξύ τους απόσταση αλλά και ενώ απουσιάζει κάθε χρονική εξέλιξη. Στον μικρόκοσμο, δηλαδή, δεν μπορείς να ορίσεις «πριν» και «μετά», εκεί συμβαίνουν πράγματα χωρίς απαραίτητα πάντα να «κυλάει» και ο χρόνος. Εννοείται ότι ο χρόνος είναι κάτι που μπαίνει οπωσδήποτε στην εικόνα όταν βρεθούμε στον μακροσκοπικό, καθημερινό δικό μας κόσμο, όπου τα υλικά σώματα αποτελούνται από δισεκατομμύρια σωματίδια του μικροκόσμου και αισθανόμαστε την ανάγκη να κάνουμε λόγο ακόμη και για το τώρα, ενώ αυτό στην ουσία αλλάζει συνεχώς. Και παραμένει αντικείμενο διαφόρων θεωριών το πώς αυτός ο άχρονος, κατά κάποιο τρόπο, μικρόκοσμος συγκροτεί τελικά έναν κόσμο που εξαρτάται από τα ρολόγια, τα ημερολόγια και τη διαίρεση του χρόνου.

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Για τη φυσική υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον;


Υπάρχει στο μυαλό πολλών ανθρώπων η ιδέα του χρόνου σαν το νερό ενός ποταμού που τρέχει αδιάκοπα και μάλιστα προς μία μόνο κατεύθυνση. Από το παρελθόν στο μέλλον, χωρίς βέβαια να είναι σε θέση να μας πουν τι αντιπροσωπεύουν οι όχθες του ποταμού αυτού και πού εκβάλλει. Συνηθίζουν μάλιστα σχηματικά να το παριστάνουν με ένα βέλος και του δίνουν την εντυπωσιακή ονομασία «βέλος του χρόνου», με την ιδέα ότι κινείται από το παρελθόν προς το μέλλον. Πιο ρεαλιστικό όμως είναι αυτό το βέλος να το φανταζόμαστε σαν τη βελόνα της πυξίδας, που δείχνει προς ένα ορισμένο σημείο ξεχωρίζοντας τον βορρά από τον νότο, αλλά δεν κινείται κιόλας προς τον βορρά. Περιορίζεται να μας δείξει ότι τα δύο αυτά σημεία του ορίζοντα δεν είναι ίδια, όχι όμως και ότι κινούμαστε απαραίτητα προς ένα από αυτά. Δεν χρειάζεται λοιπόν για να κάνουμε Φυσική να μιλούμε για «παρελθόν» και «μέλλον». Αρκεί να ξεχωρίζουμε τα γεγονότα: ποιο είναι πριν και ποιο μετά. Είναι όπως οι σελίδες της εφημερίδας. ΄Εχουν ορισμένη θέση σε σχέση η μία με την άλλη αλλά δεν μετακινούνται. Ετσι, για να εφαρμόσουμε τους νόμους της φυσικής και για να χειριστούμε τις αντίστοιχες εξισώσεις δεν χρειάζεται να χρησιμοποιούμε έννοιες όπως παρελθόν, μέλλον και τώρα, αλλά αρκεί να τους δίνουμε κάποιες αριθμητικές τιμές όπως είναι οι ημερομηνίες. Επισημαίνουμε έτσι το πότε έγινε μια μάχη ή πότε εκπυρσοκρότησε ένα περίστροφο και με κάποιον άλλο «αριθμό» το πότε βρήκε τον στόχο της η σφαίρα από αυτό.