Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011
Πρωτοχρονιάτικες ...προκαταλήψεις!
Ως ορόσημο ενός νέου ξεκινήματος, η πρώτη Ιανουαρίου είναι μια ημερομηνία επιφορτισμένη με διαφόρων ειδών προκαταλήψεις, πολλές από τις οποίες επιβιώνουν και σήμερα σε αρκετές περιοχές...!
Εκτός από το φαγητό, το ποτό και τους ένθερμους εναγκαλισμούς μόλις το ρολόι χτυπήσει μεσάνυχτα, η τελευταία βραδιά ενός έτους, όπως και η αμέσως επόμενη μέρα, έχουν το δικό τους «τελετουργικό», όλα εκείνα τα πράγματα που πρέπει (ή δεν πρέπει) να γίνουν προκειμένου να μας συνοδεύει καλή τύχη καθ' όλη τη διάρκεια της νέας χρονιάς.
Πολλές από αυτές τις προκαταλήψεις συνδέονται κυρίως με τη θεωρία ότι αυτό που συμβαίνει την πρώτη μέρα μιας χρονιάς θα συνεχίσει να επαναλαμβάνεται και τις επόμενες 365 μέρες του έτους. Έτσι, μερικές από αυτές ακολουθούνται για να «ξορκιστεί» το κακό, ενώ άλλες για να φέρουν καλή τύχη.
Στην Ελλάδα, αν και τα τελευταία χρόνια πολλοί υιοθετούν και συνήθειες που μας έρχονται από άλλους πολιτισμούς, κατά κανόνα στις περισσότερες περιοχές κάθε πρωτοχρονιά αναβιώνουν έθιμα που συνδέονται με την καλοτυχία, τον πλούτο και την υγεία.
Ένα φιλί τα μεσάνυχτα
Μόλις το ρολόι χτυπήσει μεσάνυχτα, καθένας αρχίζει να αναζητά τα πλέον αγαπημένα του πρόσωπα για να ανταλλάξουν ένα εορταστικό φιλί. Θεωρείται ότι η αποτυχία να φιλήσει κάποιος τους αγαπημένους του για να τους ευχηθεί για το νέο έτος σημαίνει ότι θα ακολουθήσει μια χρονιά απομάκρυνσης και διάλυσης της καλής σχέσης ανάμεσα στα άτομα.
Ο παράδεισος
Αν κάποιος αφήσει το μάταιο τούτο κόσμο (μακριά από εμάς κι από εσάς) την ημέρα των Χριστουγέννων, πηγαίνει στον Παράδεισο, μια και οι πύλες του είναι ανοιχτές αυτή τη μέρα και δεν υπάρχει και face control. Αυτό τουλάχιστον πιστεύουν οι Ιρλανδοί.
Μια ...υλική χρονιά
Προκειμένου το νέο έτος να φέρει μαζί του οικονομική ευμάρεια, ο νοικοκύρης του σπιτιού πρέπει να τακτοποιήσει όλες του τις εκκρεμότητες πριν την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ο νέος χρόνος δεν πρέπει να συναντήσει άδεια τα ντουλάπια (ή το κελάρι), οι λογαριασμοί πρέπει να είναι πληρωμένοι, ενώ επίσης πρέπει να φροντίσει να μην του χρωστούν χρήματα, ούτε και να δανείσει κατά την πρώτη μέρα του Γενάρη.
Ακόμα, σε ορισμένες περιοχές θεωρείται κακοτυχία μεγάλη αν κάτι-οτιδήποτε- βγει έξω από το σπίτι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ακόμα και τα σκουπίδια θα πρέπει να περιμένουν για μερικές ώρες!
Τέλος, η συνήθεια να φοράμε καινούργια ρούχα την Πρωτοχρονιά, έχει και αυτή τη δική της σημασία, καθώς πιστευόταν πως αυτός που υποδέχεται με καινούργια φορεσιά το νέο χρόνο θα έχει να λαμβάνει ρούχα όλη την υπόλοιπη χρονιά.
Τα ζώα
Την Παραμονή των Χριστουγέννων, όλα τα ζώα μπορούν να μιλήσουν. Αυτό είναι γνωστό, όμως αν προσπαθείτε να δοκιμάσετε την ικανότητά τους αυτή απευθύνοντας τους τον λόγο, θα έχετε κακοτυχία την επόμενη χρονιά. Αυτό όμως δεν είναι τίποτα μπροστά σε όσα θα πάθετε εάν ανήμερα των Χριστουγέννων τολμήσετε να φορέσετε καινούρια παπούτσια. Μια φρικτή μοίρα σας περιμένει όλη την υπόλοιπη χρονιά.
Ένα πόδι ...τυχερό!
Το «ποδαρικό» είναι από τις πιο βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις της Ελληνικής Πρωτοχρονιάς. Ο πρώτος άνθρωπος που θα μπει στο σπίτι την πρώτη μέρα της χρονιάς πρέπει να είναι όχι μόνο τυχερός, αλλά και διακείμενος φιλικά προς την οικογένεια του σπιτιού. Φυσικά, αυτός που επισκεφθεί αμέσως μετά το νέο χρόνο ένα σπίτι πρέπει να χτυπήσει την πόρτα και όχι να χρησιμοποιήσει δικό του κλειδί, ακόμα και αν είναι μέλος της οικογένειας.
Επιπλέον, σε πολλές περιοχές της χώρας αναβιώνει και το έθιμο του ροδιού. Το πρώτο πρωινό της χρονιάς, ο νοικοκύρης του σπιτιού, αφού περάσει την πόρτα του ο πρώτος επισκέπτης, σπάει μπροστά στην εξώπορτα ένα ρόδι και μελετάει τους σπόρους του. Καλός οιωνός για την χρονιά που μόλις μπήκε είναι η καλή κατάσταση των σπόρων του ροδιού, ενώ θεωρείται ότι σπάζοντας το ρόδι ο νοικοκύρης θα αποκτήσει τόση καλοτυχία, όσοι είναι και οι σπόροι του φρούτου.
Οι γεννήσεις
Τα παιδιά που γεννιούνται την ημέρα των Χριστουγέννων θεωρούνται καλότυχα, αλλά και εξαιρετικά πλάσματα που διαφέρουν από τους συνομήλικους τους. Καλή τύχη περιμένει και τα σπίτια όσων κρατούν τη φωτιά αναμμένη κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας των Χριστουγέννων.
Χιόνια
Εάν χιονίσει την ημέρα των Χριστουγέννων, αυτό σημαίνει πως το Πάσχα όλη η πλάση θα είναι καταπράσινη. Και οι αγρότες ας μην ξεχνούν πως αν δουν άστρα στον ουρανό την βραδιά των Χριστουγέννων, θα έχουν πλούσια σοδειά το καλοκαίρι.
Μια χρονιά γεμάτη τύχη!
Προκειμένου να φοβίσουν και να διώξουν μακριά τα «κακά πνεύματα», σε κάποιες περιοχές οι κάτοικοι υποδέχονται το νέο έτος με όσο το δυνατόν περισσότερο θόρυβο!
Σύμφωνα με την παράδοση, ο ίδιος ο Διάβολος, όπως και κάθε δαίμονας, μισεί το δυνατό θόρυβο, ιδίως αν είναι ήχος χαράς. Μάλιστα, θεωρείται από πολλούς ότι αυτός είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες την ημέρα ενός γάμου.
Τέλος, όλα τα μωρά που γεννιούνται από τα πρώτα κιόλας λεπτά της πρώτης Ιανουαρίου θεωρούνται άνθρωποι που θα συνοδεύονται από την καλοτυχία σε όλη τους τη ζωή.
Tο κοριτσάκι με τα σπίρτα
'Eπεφτε χιόνι και κόντευε να νυχτώσει. Ήταν η τελευταία βραδιά του χρόνου, η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Μέσα σ' εκείνο το κρύο και σ' εκείνο το σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο, χωρίς να φοράει τίποτα στο κεφάλι του, ούτε στα πόδια του.
Η αλήθεια είναι πως, όταν βγήκε από το σπίτι της, φορούσε παντούφλες, αλλά δεν της κράτησαν πολύ: ήταν κάτι μεγάλες παντούφλες, που τις είχε λιώσει η μητέρα της, τόσο μεγάλες ώστε η μικρή τις έχασε, καθώς έτρεξε να περάσει το δρόμο, ανάμεσα σε δυο αμάξια που λίγο έλειψε να την χτυπήσουν. Τη μια την έχασε. Την άλλη, τη βρήκε ένα παιδί και την πήρε μαζί του, για να τη δώσει στην αδερφούλα του, να την κάνει κούνια για την κούκλα της.
Το κοριτσάκι βάδιζε ξυπόλητο και τα πόδια του είχανε μελανιάσει από το κρύο. Μέσα στην τσέπη της κουρελιασμένης ποδιάς της είχε ένα σωρό σπίρτα. Στο χέρι της κρατούσε κι άλλα κουτιά γεμάτα, γιατί αυτή τη δουλειά έκανε: πουλούσε κουτιά με σπίρτα στους δρόμους.
'Oμως εκείνη την ημέρα δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί, γιατί οι άνθρωποι έτρεχαν να προφυλαχτούν από το κρύο κι από το χιόνι, και κανείς δε στεκόταν για ν' αγοράσει σπίρτα. Δεν είχε πουλήσει ούτε ένα κουτί και δεν είχε ούτε μια δεκάρα στην τσέπη της. Το κοριτσάκι πεινούσε και κρύωνε κι ήταν αδύνατο, κι έτρεμε ολόκληρο.
Η καημένη η μικρούλα! Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν στα ξανθά της μαλλιά, που σχημάτιζαν μπούκλες γύρω απ' το λαιμό της. Τα φώτα έκαναν να λάμπουν τα τζάμια των παραθυριών κι έφτανε ως το δρόμο η μυρωδιά από τα πουλερικά που έψηναν στις κουζίνες. Ήταν παραμονή της Πρωτοχρονιάς, σε μια γωνιά, ανάμεσα σε δυο σπίτια.
Το κοριτσάκι πάγωνε όλο και πιο πολύ, αλλά δεν τολμούσε να γυρίσει σπίτι της: θα πήγαινε τα κουτιά με τα σπίρτα, κι ούτε μια δεκάρα. Ο πατέρας της θα τη μάλωνε κι άλλωστε, μήπως και μέσα στο σπίτι της δεν έκανε τόσο κρύο; 'Eμεναν ψηλά, σε μια σοφίτα, κι ο άνεμος φυσούσε ανάμεσα απ' τις τρύπες της σκεπής, μ' όλο που τις πιο μεγάλες τις είχανε βουλώσει με άχυρο και με κουρέλια.
Τα καημένα τα χεράκια της δεν τα' νιωθε πια από το πολύ το κρύο. 'Eνα σπίρτο θα τα ζέσταινε λιγάκι. Αν τολμούσε να βγάλει ένα, μονάχα ένα, απ' το κουτί και να τ' ανάψει να ζεστάνει τα δάχτυλά της; Τράβηξε ένα: κριτς! Πώς έλαμψε! Πώς άναψε! Ήτανε μια φλογίτσα καθαρή και ζεστή κι έμοιαζε με κεράκι, καθώς τη σκέπασε με τις χούφτες της. Τι παράξενο φως! 'Eμοιαζε τώρα μ' ένα κοριτσάκι, καθισμένο μπροστά σε μια μεγάλη σιδερένια σόμπα, που το σκέπασμά της ήτανε γυαλιστερό.
Η φωτιά έκαιγε εκεί μέσα τόσο υπέροχα και ζέσταινε τόσο καλά! Αλλά τι έγινε; Μόλις το κοριτσάκι άπλωσε τα ποδαράκια του για να τα ζεστάνει, η φλόγα έσβησε και η σόμπα εξαφανίστηκε. Η μικρούλα βρέθηκε καθισμένη στη γωνιά της, ανάμεσα σε δυο σπίτια, και κρατούσε στο χέρι της ένα σπίρτο καμένο.
'Aναψε και δεύτερο σπίρτο, και, καθώς η λάμψη έπεσε πάνω στον τοίχο του σπιτιού, το κοριτσάκι μπορούσε τώρα να δει ένα μεγάλο δωμάτιο, όπου ήταν στρωμένο ένα τραπέζι, με κάτασπρο τραπεζομάντιλο, με πιάτα από πορσελάνη που αστραφτοκοπούσαν και ο τοίχος έγινε διάφανος σαν ατμός. με μια μεγάλη πιατέλα, όπου μια χήνα ψητή άχνιζε και σκόρπιζε μια ορεχτική ευωδιά.
Τι έκπληξη! Τι ευτυχία! Ξαφνικά, η ψημένη χήνα πήδησε από την πιατέλα και κύλησε στο πάτωμα, με το πιρούνι και το μαχαίρι καρφωμένα απάνω της. Κι η ψημένη χήνα κύλήσε ως εκεί που καθότανε το φτωχό κοριτσάκι. Αλλά το σπίρτο έσβησε και, μπροστά στη μικρούλα, ορθώθηκε πάλι ο χοντρός και κρύος τοίχος των σπιτιών. 'Aναψε αμέσως και τρίτο σπίρτο. Και τότε το φτωχό κοριτσάκι είδε πως καθόταν κάτω από ένα υπέροχο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ήτανε πιο μεγάλο και πιο πλούσια στολισμένο, από κείνο που είχε δει, τα περασμένα Χριστούγεννα μέσα από τη τζαμένια πόρτα, στο μέγαρο του πλούσιου εμπόρου. Χίλια κεράκια ήταν αναμμένα πάνω στα πράσινα κλαδιά του και κάτι πολύχρωμες εικόνες, σαν εκείνες που στολίζουν τις βιτρίνες των μαγαζιών, θαρρείς και της χαμογελούσαν. Το φτωχό κοριτσάκι σήκωσε τα δυο του χεράκια. Το σπίρτο έσβησε.
'Oλα τα κεράκια του Χριστουγεννιάτικου δέντρου ανέβαιναν, ανέβαιναν και τότε είδε πως δεν ήταν κεράκια, αλλά αστέρια. 'Eνα απ' αυτά τ' αστέρια έπεσε και χάραξε μια φωτεινή γραμμή στον ουρανό. «Κάποιος πεθαίνει» μουρμούρισε το κοριτσάκι. Γιατί η γιαγιά του, που μόνο εκείνη ήτανε καλή γι' αυτό, αλλά δεν ζούσε πια, έλεγε συχνά: «'Oταν πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχούλα ανεβαίνει στο Θεό.»
Το φτωχό κοριτσάκι άναψε άλλο σπίρτο. Μέσα στη λάμψη του, παρουσιάστηκε η γιαγιά της που της χαμογελούσε. «Γιαγιά», φώναξε η μικρούλα, «πάρε με μαζί σου».
«'Oταν θα σβήσω το σπίρτο, ξέρω πως δε θα είσαι πια εδώ. Θα χαθείς, όπως χάθηκαν η αναμμένη σόμπα, η ψημένη χήνα και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.» Πήρε το κοριτσάκι στην αγκαλιά της η γιαγιά, και πέταξαν κι οι δυο χαρούμενες, μέσα σ' εκείνη τη λάμψη. Δεν υπήρχε πια ούτε κρύο, ούτε πείνα, ούτε αγωνία. Ήταν κοντά στο Θεό!
Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011
Η ιστορία της χριστουγεννιάτικης κάλτσας
Υπήρχε κάποτε ένας ευγενικός και καλόκαρδος κύριος όπου η γυναίκα του είχε πεθάνει από βαριά αρρώστια και τον είχε αφήσει απογοητευμένο με τρεις κόρες να μεγαλώσει...
Μετά που έχασε όλα του τα χρήματα σε ανώφελες και κακές επενδύσεις, η οικογένειά του χρειάστηκε να μετακομίσει σε μια χωριάτικη καλύβα, ενώ οι τρεις του κόρες έκαναν μόνες τους το μαγείρεμα, το ράψιμο και το καθάρισμα του σπιτιού.
'Oταν ήρθε ο καιρός να παντρευτούν οι κόρες, ο πατέρας έπεσε σε μεγαλύτερη κατάθλιψη εφόσον οι κόρες του δεν θα έβρισκαν να παντρευτούν χωρίς προίκα και χρήματα για να δώσουν στην νέα οικογένεια του συζύγου τους. Μία νύχτα, μετά που οι κόρες είχαν πλύνει και απλώσει τα ρούχα τους και τις κάλτσες τους στο τζάκι για να στεγνώσουν, έπεσαν για ύπνο. Ο 'Αγιος Βασίλης γνώριζε την απόγνωση και την ατυχία του πατέρα και σταμάτησε στο σπίτι του. Κοίταξε μέσα από το παράθυρο και είδε ότι η οικογένεια είχε πέσει για ύπνο. Επίσης παρατήρησε και τις κάλτσες των κοριτσιών που κρέμονταν στο τζάκι. Και τότε του ήρθε η έμπνευση και αφού πήρε από το πουγκί του τρία μικρότερα πουγκιά με χρυσό, πήγε και τα πέταξε με προσοχή από την καμινάδα έτσι ώστε να πέσουν μέσα στις κάλτσες.
Το επόμενο πρωί που ξύπνησαν οι κόρες, βρήκαν για μεγάλη τους έκπληξη τις κάλτσες τους να περιέχουν χρυσάφι. 'Eτσι ο ευγενής πατέρας τους θα κατάφερνε να δει τις κόρες του να ζουν ευτυχισμένες και μια καλή ζωή με αυτό το χρυσό, και έζησε πολλά πολλά χαρούμενα χρόνια και ο ίδιος.
Τα παιδιά όλου του κόσμου συνέχισαν την παράδοση να κρεμούν κάλτσες τα Χριστούγεννα στο τζάκι τους με την ελπίδα να τους τις γεμίσει ο 'Αγιος Βασίλης. Αυτό το έθιμο κρατά σε πολλές με μερικές παραλλαγές.
Στην Γαλλία τα παιδιά τις βάζουν δίπλα στο τζάκι, ενώ στην Ολλανδία τις γεμίζουν με άχυρο και καρότα για τα ελαφάκια του 'Αγιου Βασίλη. Στην Ουγγαρία τα παιδιά γυαλίζουν τα παπούτσια τους πριν τα βάλουν δίπλα στο τζάκι ή το παράθυρο. Στην Ιταλία τα παιδιά αφήνουν τα παπούτσια τους έξω κατά τα Θεοφάνια, για να τα βρει η καλή μάγισσα. Και τέλος, στο Πόρτο Ρίκο τα παιδιά βάζουν κάτω από τα κρεβάτια τους πρασινάδα και λουλούδια για τις καμήλες των τριών Μάγων.
Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011
Χριστουγεννιάτικες ιστορίες
ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ
Της Άννας Αντωνιάδου
Η Σοφία και η Πηνελόπη, δυο αδερφές, βγήκαν τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς στην αυλή του σπιτιού τους να φτιάξουν ένα χιονάνθρωπο, για να υποδεχτούν τον Αϊ Βασίλη.
Άρχισαν λοιπόν να τον φτιάχνουν. Πρώτα έκαναν τρεις χιονόμπαλες τη μια πιο μεγάλη από την άλλη και τις ένωσαν, πήραν δύο ξύλα και τα έβαλαν για χέρια, πήραν δύο καρβουνάκια και τα έβαλαν σαν μάτια, έβαλαν και ένα καρότο για μύτη. Ακόμα σχεδίασαν κι ένα στόμα. Η Σοφία έβγαλε το κασκόλ και το σκούφο της και τα φόρεσε στο χιονάνθρωπο. Τώρα ήταν έτοιμος.
Εκείνη τη στιγμή άλλαζε ο χρόνος και μια τρανταχτή φωνή ακούστηκε: ΧΑ, ΧΑ, ΧΑ,
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ Ο ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΑ
Της Κατερίνας Παναούση
Είναι παραμονή Χριστουγέννων και το χιόνι πέφτει πυκνό. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρό μου. Είναι τόσο όμορφο το κάτασπρο τοπίο. Μέσα κάνει ζέστη κι εγώ σκέφτομαι ότι έξω κάνει πολύ κρύο. Τι να κάνουν οι φτωχές οικογένειες άραγε;
Μετά από λίγο ντύθηκα ζεστά και βγήκα να κάνω μια βόλτα. Χωρίς να το καταλάβω πήρα το δρόμο για τη φτωχογειτονιά της πόλης μας. Σκεφτόμουν πόσο δυστυχισμένοι και λυπημένοι θα είναι οι κάτοικοί της τώρα. Άρχισα να παρακαλάω το Χριστό: «Αυτές τις γιορτινές ημέρες να περάσουν όλοι καλά».
Όταν κόντεψα στα στενά δρομάκια της φτωχογειτονιάς, τα οποία ήτανε όλο λακκούβες γεμάτες νερό, τα μάτια μου έπεσαν σε ένα μικρό κοριτσάκι που έκλεγε. Η μητέρα του προσπαθούσε να το κάνει να σταματήσει λέγοντάς του κάτι. Τα μάτια του όμως συνέχιζαν να δακρύζουν. Τότε το άκουσα να ψιθυρίζει: «Μαμά κρυώνω και πεινάω».
Εγώ δεν άντεξα κι έφυγα τρέχοντας. Μπήκα στο σπίτι με βαριά καρδιά. Ο πατέρας μου με κοίταξε και κατάλαβε ότι κάτι με στενοχώρησε. Τότε άρπαξα την ευκαιρία και του είπα ό,τι είχα ακούσει στη φτωχογειτονιά. Ο πατέρας μου κατάλαβε τι ζητούσα σιωπηλά. «Πάμε στα μαγαζιά;» με ρώτησε. Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που θα δίναμε λίγη ευτυχία στη μικρούλα.
Μετά από λίγες ώρες πήγαμε στη φτωχογειτονιά. Θυμόμουν το σπιτάκι τους, γιατί ήταν το πιο μικρό. Χτυπήσαμε την πόρτα και περιμέναμε με αγωνία. Όταν άνοιξε, στην πόρτα ήταν η μικρούλα. Μας κοίταξε με απορία και φώναξε τη μητέρα της. Εγώ τότε έσκυψα και της έδωσα αυτό που κρατούσα. Την πιο όμορφη κούκλα που είδα ποτέ μου. Τα μάτια και το προσωπάκι της έλαμψαν από ευτυχία. Η μητέρα της κοίταζε κι αυτή όλο απορία. Ο πατέρας μου της εξήγησε και της ζήτησε να δεχτεί τα ψώνια που κάναμε. Η μητέρα του κοριτσιού μας ζήτησε να περάσουμε μέσα. Έκανε τόσο κρύο.
Μέσα σε λίγη ώρα μάθαμε πως το κοριτσάκι ήταν ορφανό από πατέρα και πως οι δυο τους ήταν μόνες στον κόσμο. Η μητέρα της έψαχνε δουλειά, αλλά ήταν πολύ δύσκολο να βρει. Ο πατέρας μου τότε έγραψε τη διεύθυνσή μας σ’ ένα χαρτάκι και της την έδωσε, για να ‘ρθουν να περάσουν μαζί μας τα Χριστούγεννα. Ευτυχώς δέχτηκαν.
Τις επόμενες μέρες ο πατέρας μου της είχε βρει ήδη μια δουλειά, για να μπορούν κι αυτοί να ζουν καλύτερα!
ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
Της Ελένης Χουκ – Αποστολοπούλου
Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.
Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.
Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν. Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό.
Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.
Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στο Χριστό.
Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;
Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά. Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και του πρόσφεραν το δώρο τους.
Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:
- Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;
Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον». Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:
- Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
- Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα, για ν’ αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.
- Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι. Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα. Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;
Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.
- Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.
Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.
- Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα. Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.
Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
- Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!
Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.
- Μα τι έγινε;
- Θαύμα!
- Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!
Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη, δοξολογώντας το Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.
Η γριούλα – ποια να ‘ταν άραγε; – είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα…
Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει «λουλούδια των Χριστουγέννων».
Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του Χριστού».
Της Άννας Αντωνιάδου
Η Σοφία και η Πηνελόπη, δυο αδερφές, βγήκαν τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς στην αυλή του σπιτιού τους να φτιάξουν ένα χιονάνθρωπο, για να υποδεχτούν τον Αϊ Βασίλη.
Άρχισαν λοιπόν να τον φτιάχνουν. Πρώτα έκαναν τρεις χιονόμπαλες τη μια πιο μεγάλη από την άλλη και τις ένωσαν, πήραν δύο ξύλα και τα έβαλαν για χέρια, πήραν δύο καρβουνάκια και τα έβαλαν σαν μάτια, έβαλαν και ένα καρότο για μύτη. Ακόμα σχεδίασαν κι ένα στόμα. Η Σοφία έβγαλε το κασκόλ και το σκούφο της και τα φόρεσε στο χιονάνθρωπο. Τώρα ήταν έτοιμος.
Εκείνη τη στιγμή άλλαζε ο χρόνος και μια τρανταχτή φωνή ακούστηκε: ΧΑ, ΧΑ, ΧΑ,
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ Ο ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΑ
Της Κατερίνας Παναούση
Είναι παραμονή Χριστουγέννων και το χιόνι πέφτει πυκνό. Κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρό μου. Είναι τόσο όμορφο το κάτασπρο τοπίο. Μέσα κάνει ζέστη κι εγώ σκέφτομαι ότι έξω κάνει πολύ κρύο. Τι να κάνουν οι φτωχές οικογένειες άραγε;
Μετά από λίγο ντύθηκα ζεστά και βγήκα να κάνω μια βόλτα. Χωρίς να το καταλάβω πήρα το δρόμο για τη φτωχογειτονιά της πόλης μας. Σκεφτόμουν πόσο δυστυχισμένοι και λυπημένοι θα είναι οι κάτοικοί της τώρα. Άρχισα να παρακαλάω το Χριστό: «Αυτές τις γιορτινές ημέρες να περάσουν όλοι καλά».
Όταν κόντεψα στα στενά δρομάκια της φτωχογειτονιάς, τα οποία ήτανε όλο λακκούβες γεμάτες νερό, τα μάτια μου έπεσαν σε ένα μικρό κοριτσάκι που έκλεγε. Η μητέρα του προσπαθούσε να το κάνει να σταματήσει λέγοντάς του κάτι. Τα μάτια του όμως συνέχιζαν να δακρύζουν. Τότε το άκουσα να ψιθυρίζει: «Μαμά κρυώνω και πεινάω».
Εγώ δεν άντεξα κι έφυγα τρέχοντας. Μπήκα στο σπίτι με βαριά καρδιά. Ο πατέρας μου με κοίταξε και κατάλαβε ότι κάτι με στενοχώρησε. Τότε άρπαξα την ευκαιρία και του είπα ό,τι είχα ακούσει στη φτωχογειτονιά. Ο πατέρας μου κατάλαβε τι ζητούσα σιωπηλά. «Πάμε στα μαγαζιά;» με ρώτησε. Η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που θα δίναμε λίγη ευτυχία στη μικρούλα.
Μετά από λίγες ώρες πήγαμε στη φτωχογειτονιά. Θυμόμουν το σπιτάκι τους, γιατί ήταν το πιο μικρό. Χτυπήσαμε την πόρτα και περιμέναμε με αγωνία. Όταν άνοιξε, στην πόρτα ήταν η μικρούλα. Μας κοίταξε με απορία και φώναξε τη μητέρα της. Εγώ τότε έσκυψα και της έδωσα αυτό που κρατούσα. Την πιο όμορφη κούκλα που είδα ποτέ μου. Τα μάτια και το προσωπάκι της έλαμψαν από ευτυχία. Η μητέρα της κοίταζε κι αυτή όλο απορία. Ο πατέρας μου της εξήγησε και της ζήτησε να δεχτεί τα ψώνια που κάναμε. Η μητέρα του κοριτσιού μας ζήτησε να περάσουμε μέσα. Έκανε τόσο κρύο.
Μέσα σε λίγη ώρα μάθαμε πως το κοριτσάκι ήταν ορφανό από πατέρα και πως οι δυο τους ήταν μόνες στον κόσμο. Η μητέρα της έψαχνε δουλειά, αλλά ήταν πολύ δύσκολο να βρει. Ο πατέρας μου τότε έγραψε τη διεύθυνσή μας σ’ ένα χαρτάκι και της την έδωσε, για να ‘ρθουν να περάσουν μαζί μας τα Χριστούγεννα. Ευτυχώς δέχτηκαν.
Τις επόμενες μέρες ο πατέρας μου της είχε βρει ήδη μια δουλειά, για να μπορούν κι αυτοί να ζουν καλύτερα!
ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
Της Ελένης Χουκ – Αποστολοπούλου
Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.
Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.
Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν. Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό.
Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.
Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στο Χριστό.
Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;
Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά. Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και του πρόσφεραν το δώρο τους.
Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:
- Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;
Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον». Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:
- Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
- Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα, για ν’ αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.
- Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι. Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα. Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;
Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.
- Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.
Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.
- Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα. Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.
Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
- Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!
Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.
- Μα τι έγινε;
- Θαύμα!
- Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!
Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη, δοξολογώντας το Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.
Η γριούλα – ποια να ‘ταν άραγε; – είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα…
Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει «λουλούδια των Χριστουγέννων».
Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του Χριστού».
Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011
Η ιστορία του Χριστουγεννιάτικου δέντρου
Μήπως πιστεύετε ότι ο στολισμός του χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι ελληνικό έθιμο; Μήπως θεωρείτε ότι οι χριστιανοί στόλιζαν πάντα ένα έλατο για να γιορτάσουν τη γέννηση του Χριστού; Παρόλο που στις μέρες μας το στολισμένο έλατο είναι το κατεξοχήν σύμβολο των Χριστουγέννων, στο παρελθόν τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Πώς λοιπόν, ξεκίνησε ο στολισμός ενός δέντρου τα Χριστούγεννα;
Οι ρίζες της παράδοσης του στολισμού δέντρου μπορούν να αναζητηθούν στα ειδωλολατρικά έθιμα της λατρείας των δέντρων. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, οι άνθρωποι έβαζαν τα δέντρα ή κομμάτια δέντρων μέσα στα σπίτια και τα στόλιζαν, για να έχουν καλή σοδειά τον επόμενο χρόνο και να διώχνουν τα κακά πνεύματα. Η χρήση τους συμβόλιζε το τέλος του χειμώνα, την αναβλάστηση και την καινούργια ζωή, γι' αυτό και τα κλαριά έπρεπε να είναι καταπράσινα και από φυτά αειθαλή. Τα κλαριά στολίζονταν με φρούτα, ξηρούς καρπούς και νομίσματα, τυλιγμένα σε χρυσόχαρτο. Οι αναφορές είναι πολλές: Σε παγανιστικές τελετές το δέντρο δρύς είχε εξαγνιστικές ιδιότητες, ενώ σε ένα συριακό κείμενο που υπάρχει σε χειρόγραφο στο Βρετανικό Μουσείο, αναφέρεται ότι σε έναν ναό που έχτισε το 1512 ο Αναστάσιος ο Α΄ στα βόρεια της Συρίας, υπήρχαν δυο μεγάλα ορειχάλκινα δέντρα. Προϋπήρχε όμως και στο Βυζάντιο από τον 6ο αιώνα. Στην Βαυαρία, οι ξυλοκόποι, για να τιμήσουν τα έλατα που τους παρείχαν τα προς το ζην, τα στόλιζαν. Όπως λέγεται, πρώτοι οι Γερμανοί ξεκίνησαν να βάζουν τα δέντρα μέσα στα σπίτια τους. Ένας μύθος λέει ότι μια οικογένεια δέχτηκε την παραμονή των Χριστουγέννων ένα μικρό ταλαιπωρημένο αγόρι στο σπίτι της. Το επόμενο πρωί, το αγόρι είχε μεταμορφωθεί στον μικρό Χριστό και πρόσφερε στην οικογένεια σαν δώρο ένα κλαδί ελάτου.
Εκείνος που καθιέρωσε το έλατο σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν, σύμφωνα με την αγγλική παράδοση, ο Άγιος Βονιφάτιος, μετά τον 8ο αιώνα. Ο άγιος θέλησε να εξαλείψει την μέχρι τότε αποδιδόμενη ιερότητα των “ειδωλολατρών” στην βελανιδιά (δρύ) αντικαθιστώντας την με το έλατο, δηλαδή το δέντρο των Χριστουγέννων. Το στόλισμα όμως του δέντρου αποδίδεται ότι καθιερώθηκε από τον Μαρτίνο Λούθηρο (ιδρυτή της Προτεσταντικής Εκκλησίας), όταν περπατώντας μια νύχτα στα δάση, είδε τα χειμωνιάτικα αστέρια να λάμπουν μέσα στα κλαδιά. Τότε, συνέλαβε την ιδέα να βάλει το δέντρο μέσα στο σπίτι και να το στολίσει με κεριά που θα συμβόλιζαν τον έναστρο ουρανό απ’ όπου ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.
Το έθιμο αυτό, όπως και να έχει, δεν είναι ελληνικό. Ελληνικό είναι το καραβάκι που εμφανίστηκε λίγο μετά την τουρκοκρατία. Με την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, οι Έλληνες προσπάθησαν να αναπτύξουν τη ναυτιλία και το εμπόριο. Έτσι, όταν κατά την περίοδο των Χριστουγέννων, οι ναυτικοί γύριζαν στα σπίτια τους για τις γιορτές, οι νοικοκυρές στόλιζαν ένα καράβι.
Το 1833 έφτασε στην Ελλάδα το πρώτο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ήταν αυτό που στολίστηκε στα ανάκτορα του Όθωνα στο Ναύπλιο. Από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα, μπήκε σιγά - σιγά σε όλα τα ελληνικά σπίτια.
Εντωμεταξύ το Χριστουγεννιάτικο δέντρο άρχισε να εξαπλώνεται σε διάφορους λαούς, περνώντας ακόμα και στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, μαζί με τους μετανάστες. Τα φωτάκια στο δέντρο εφευρέθηκαν από έναν Αμερικανό, τον Έντουαρντ Τζόνσον το 1882 στη Ν. Υόρκη, που στόλισε για πρώτη φορά ένα δέντρο με λάμπες ηλεκτρικού, αντικαθιστώντας τα κεριά και περιορίζοντας έτσι τα ατυχήματα (φωτιές).
Τα στολίδια που βάζουμε στο έλατο διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Αρχικά, τα έλατα διακοσμούνταν με ειδικά χριστουγεννιάτικα μπισκότα και κεριά, που συμβόλιζαν τα αστέρια. Κάθε χώρα, έχει τα δικά της παραδοσιακά στολίδια, πέρα από τις μπάλες και τα φωτάκια. Στη Λιθουανία, για παράδειγμα, βάζουν στο δέντρο τους μια αράχνη και τον ιστό της, γιατί σύμφωνα με τον θρύλο, αυτό είχε κάνει μια φτωχή γυναίκα όταν κοιμόνταν τα παιδιά της. Όταν αυτά ξύπνησαν, τη μέρα των Χριστουγέννων, είδαν το δέντρο με τους μεταξένιους ιστούς να λάμπει.
Φυσικά, στο πέρασμα των αιώνων, το νόημα του χριστουγεννιάτικου δέντρου πήρε αναρίθμητες μορφές. Αρχικά, για να συμβολίσει την ευτυχία που κρύβει για τον άνθρωπο η γέννηση του Χριστού, άρχισε να στολίζεται με διάφορα χρήσιμα είδη συμβολίζοντας έτσι πρακτικά την προσφορά των Θείων Δώρων. Προοδευτικά εξελίχθηκε σ’ ένα απαραίτητο διακοσμητικό είδος της εορταστικής περιόδου.
Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011
Ο ασημένιος δρόμος
Ο δικός μου ασημένιος δρόμος θα ήθελα να ήταν κάπως έτσι: θα ήθελα να σπουδάσω, να μορφωθώ και να πετύχω στη σχολή αστυνομικών. Στη συνέχεια να γίνω ιδιωτικός αστυνομικός αφού μετεκπαιδευτώ στη Νέα Υόρκη. Αυτό το επάγγελμα απαιτεί εξυπνάδα, παρατηρητικότητα και υπομονή. Ακόμη είναι απαραίτητη η καλή φυσική κατάσταση και αντοχές. Έτσι θα "ρίχνω φως" σε δύσκολες υποθέσεις και θα τιμωρώ όποιους παρανομούν.
Στη ζωή μου θα ήθελα να ταξιδέψω σε όλα τα μέρη του κόσμου όμορφα και άσχημα γιατί παντού κρύβεται κάτι γοητευτικό.
Θα ήθελα να κρατήσω τις φιλίες που έχω τώρα γιατί είναι μοναδικές!
Γενικώς γύρω μου θα ήθελα να έχω ανθρώπους που με αγαπούν και τους αγαπώ, με σέβονται και τους σέβομαι. Αυτή θα ήθελα να ήταν η ζωή μου!
Κωνσταντίνα Μαγρ.
Ο ασημένιος δρόμος που θα ταίριαζε σε έμενα θα ήταν ο δρόμος της διασημότητας . Δηλαδή θα ευχόμουν να εύρισκα καλή δαυλιά όπως : ηθοποιός , τραγουδιστής η μέλος σε συγκρότημα . Το κάθε παιδί θα ονειρευόταν να ζήσει έτσι αλλά τα περισσότερα νομίζουν ότι μόνο θα κάθονται να ξεκουράζονται ενώ είναι διαφορετικά .
Επίσης θα ήθελα να είμαι καλός πατέρας προς τα παιδιά μου και να μην τους λείψει τίποτα ! Θα ευχόμουν να μην έχω πολλά παιδιά επειδή μπορεί να κάνουν αταξίες και να μην αντέχω την φασαρία τους . Αν τα παιδιά μου έχουν παράπονο ή κάτι τους λείψει θα προσπαθήσω να κάνω οτιδήποτε περνάει από το χέρι μου για να κάνω την ευχή τους πραγματικότητα . Ελπίζω ποτέ να μην έχουν παράπονο από έμενα .
Η γυναίκα που θα βρω θα ήθελα να είναι όμορφη και να υπάρχει κάτι που να την ξεχωρίζει από τι άλλες . Με αυτή δε θα ήθελα να χωρίσω ποτέ ! Θα μου ράγιζε την καρδιά αν θύμωνε εξ’ αιτίας μου .
Εύχομαι επίσης η πεθερά μου να με δεχτεί ως γαμπρός της κόρης της . Αλλά και να μην είναι εχθρική με τη δικιά μου μητέρα .
Όλα αυτά θα ήθελα να συμβούν στο μέλλον μου και ελπίζω να συμβούν !!!!
Χρήστος Παδ.
Ο ασημένιος δρόμος κάθε ανθρώπου είναι πολύ διαφορετικός και κάποια στιγμή της ζωής του πρέπει να αποφασίσει το δικό του μονοπάτι. Ο δικός σου δρόμος πως φαντάζεσαι θα ήθελες να είναι . . .
Στην αρχή κάθε παιδί παίρνει τον ίδιο δρόμο όταν είναι μικρό. Όταν γίνουμε δεκαοχτώ ετών το κάθε ένα παιδί παίρνει το δικό του ξεχωριστό δρόμο. Πολλοί μπορεί να σπουδάσουν ή άλλοι να ασχοληθούν με κάτι άλλο.
Ο δικός μου δρόμος είναι να πάω πανεπιστήμιο και να σπουδάσω παλαιοντολογία. Σε αυτό το επάγγελμα ψάχνεις κόκκαλα δεινοσαύρων. Αλλά για να γίνω αυτό πρέπει να σπουδάσω πρώτα αρχαιολογία γιατί η παλαιοντολογία βασίζετε πάνω στην αρχαιολογία επειδή ψάχνεις αρχαίους σκελετούς.
Προτιμώ αυτό το επάγγελμα γιατί μου αρέσει να σκάβω, να ανακαλύπτω νέους σκελετούς και απολιθώματα, τι τρώγανε, πως συμπεριφέρονταν, τι χρώμα ήταν, με πιο τρόπο εξαφανίστηκαν πόσο μεγάλοι ήταν πόσα κιλά ή τόνους ζύγιζαν και άμα μερικοί έβγαζαν δηλητήριο. Επίσης θα μου άρεσε να γίνω και βοτανολόγος.
Πιστεύω να έχουν όλοι επιτυχία και σε όσους θα πάνε πανεπιστήμιο αλλά και σε αυτούς που δεν θα πάνε πανεπιστήμιο και θα ασχοληθούν με άλλα πράγματα.
Αθηνά-Μαρία Πέλ., Ε1 τάξη
Ο ασημένιος δρόμος κάθε ανθρώπου είναι πολλή διαφορετικός και κάποια στιγμή της ζωής πρέπει να αποφασίσει το δικό του μονοπάτι.Ο ασημένιος δρόμος μου θα ήθελα να είναι πολλή εύκολος.Θα είναι όμως;Ζωή μου θα είναι δύσκολη ,με πολλά μονοπάτια, με πολλές δυσκολίες και θα χρειαστεί μεγάλη θέληση και υπομονή.Αν τα έχω αυτά θα καταφέρω και θα κάνω ένα καλό επάγγελμα ώστε να βελτιώσω την ποιότητα της ζωής μου.Όλα αυτά βέβαια για να γίνουν χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια.Αν όλοι οι άνθρωποι ενεργούν έτσι τότε το όφελος θα είναι μεγάλο και για εμένα αλλά και για την κοινωνία.
Ανθούλης Βαι. Ε1
Ο ασημένιος δρόμος κάθε ανθρώπου είναι πολύ διαφορετικός και κάποια στιγμή της ζωής του πρέπει να αποφασίσει το δικό του μονοπάτι.Θα ήθελα να έχω ένα τεράστιο σπίτι,με πισίνα και δέκα σκυλιά κουτάβια,το κάθε ένα με το δικό του σπίτι.Επίσης θα ήθελα ένα δικό μου γυμναστήριο και ένα δωμάτιο για τα ηλεκτρονικά παιχνίδια.Θα ήθελα επίσης να γίνω γιατρός χειρούργος για να γιατρεύω τους ανθρώπους που υποφέρουν και να τους βοηθάω να νιώσουν καλύτερα.Θα δουλεύω σε μια μεγάλη κλινική και θα έχω καθημερινά πολλούς ασθενείς.Τέλος θα ήθελα να ταξιδέψω σε πολλές χώρες,να γνωρίζω νέους τόπους και να βλέπω τα αξιοθέατα άλλων λαών.Έτσι θα γνωρίζω την ιστορία τους, τα ήθη και τα έθιμά του και την γλώσσα τους.Αυτά είναι τα πράγματα που θέλω να κάνω όταν μεγαλώσω.
Παντελής Κοκ.. Ε1
Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011
«Νεκρά» ξύλα ζωντανεύουν υπερήφανα άλογα!!!
Η γλύπτρια Heather Jansch ασχολήθηκε από πολύ μικρή ηλικία με τη γλυπτική. Σμίλευε κάθε υλικό, δίνοντας στην άψυχη πέτρα, στο ξύλο ή στο μέταλλο εντυπωσιακά σχήματα και σχέδια. Κάποια στιγμή θέλησε να δοκιμάσει κάποιο διαφορετικό υλικό, θεωρώντας ότι από τα έργα της έλειπε η φυσικότητα.
Η ιδέα της ήρθε όταν σε μια καλοκαιρινή βόλτα στην παραλία έπεσε τυχαία το μάτι της σε μερικά θαλασσόξυλα που το νερό είχε προφανώς ξεβράσει στην ακτή. Αυτά ήταν πια η έμπνευσή της! Ακανόνιστα κομμάτια ξύλου, με φυσικές καμπύλες, σε διάφορα μεγέθη και διαφορετικά χρώματα από την πολυκαιρία έγιναν στα χέρια της δημιουργικά εργαλεία.
Με επιμονή και υπομονή τοποθετεί το ένα δίπλα στο άλλο, σχηματίζοντας υπερήφανα άλογα σε φυσικό μέγεθος. Λευκά και μαύρα ζωηρά άτια τρέχουν στο δάσος ή κάνουν ατελείωτες βόλτες στην παραλία. «Τα άλογα παίρνουν σάρκα και οστά στα χέρια μου. Ζωντανεύουν ξανά τα θαλασσόξυλα υπερήφανα άλογα! Νιώθεις την κίνησή τους και ας ξέρεις ότι είναι ακίνητα…», εξηγεί η γλύπτρια.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)