Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Παύλος Μελάς

Ο Παύλος Μελάς (29 Μαρτίου 1870 – 13 Οκτωβρίου 1904) ήταν αξιωματικός πυροβολικού του ελληνικού στρατού. Ήταν γιος του Μιχαήλ Μελά και γαμπρός του Στέφανου Δραγούμη. Στάθηκε από τους πρωτεργάτες του Μακεδονικού αγώνα και πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων στην περιοχή της Μακεδονίας. Στην Ελλάδα θεωρείται ηρωϊκή φιγούρα και έχουν ονομαστεί προς τιμή του το χωριό Μελάς της Καστοριάς και ο Δήμος Παύλου Μελά στην κεντρική Μακεδονία.


Δράση στη Μακεδονία

Τη νύχτα της 27ης με 28ης Αυγούστου ο Παύλος Μελάς με το επιχειρησιακό όνομα Καπετάν Μίκης Ζέζας, με ένοπλο σώμα 35 ανδρών,που το αποτελούσαν Μακεδόνες, Μανιάτες και Κρητικοί διέβη τα ελληνοοθωμανικά σύνορα και εισέβαλε στα εδάφη της Μακεδονίας, κοντά στο Όστροβο (σημερινή Άρνισσα). Στις 30 Αυγούστου ο ληστής Θανάσης Βάγιας, τον οποίο ο Μελάς είχε προσλάβει ως οδηγό, λιποτάκτησε και στη συνέχεια κατέδωσε το σώμα του Μελά στους Οθωμανούς.Τις επόμενες μέρες το σώμα του Μελά περιπλανήθηκε στην περιοχή της Σαμαρίνας, με τον ασυνήθιστο σε κακουχίες Μελά να καταπονείται ιδιαίτερα.Στις 5 Σεπτεμβρίου, ύστερα από πορεία πολλών ημερών όπου αντιμετώπισαν την καχυποψία του τοπικού πληθυσμού ο Μελάς και οι σύντροφοι του έφθασαν στο χωριό Ζάνσκο όπου τους βοήθησε και εφοδίασε πρόσωπο της εμπιστοσύνης τους.
Στις 15 Σεπτεμβρίου ο Μελάς πραγματοποίησε την πρώτη του επιχείρηση. Συνέλαβε έξω από το Σρέμπερνο έναν ηλικιωμένο και δύο παιδιά 8 και 15 ετών και στην συνέχεια τον καταζητούμενο πατέρα του 15χρονου. Νωρίς το βράδυ το σώμα εισέβαλε στο χωριό και συνέλαβε ακόμα έναν καταζητούμενο εξαρχικό. Αποφάσισε τελικά να μην σκοτώσει τους δύο καταζητούμενους υπό τον όρο πως θα πήγαιναν στην ελληνική Μητρόπολη και θα δήλωναν υποταγή στον εκεί Μητροπολίτη. Στις 17 Σεπτεμβρίου προσπάθησε να οργανώσει επίθεση στο χωριό Άιτος καθώς ήταν κέντρο εξαρχικών αυτονομιστών όμως η απροθυμία συνεργασίας του ντόπιου συνεργάτη του του άλλαξε τα σχέδια και αποφάσισε να επιτεθεί στο γειτονικό χωριό Πρεκοπάνα (σημερινή Περικοπή). Εκεί περικύκλωσε τον τοπικό πληθυσμό που εκείνη την ώρα παρακολουθούσε μια κηδεία. Απαίτησε να δηλώσουν πίστη στον Έλληνα Μητροπολίτη και να ζητήσουν την αποστολή ιερέα και δασκάλου. Για να γίνει πιστευτή η απειλή του πήρε μαζί του τον εξαρχικό δάσκαλο και τον εξαρχικό παπά, τους οποίους οι συνεργάτες του εκτέλεσαν λίγο έξω από το χωριό.[4] Η δολοφονία φαίνεται να συγκλόνισε τον Μελά. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο χωριό Μπελκαμένη όπου τους υποδέχτηκαν μυστικά Έλληνες του χωριού. Το απόγευμα της επόμενης μέρας το σώμα μπήκε στο χωριό και υποχρέωσε τον ρουμανοδάσκαλο σε φυγή. Νωρίς το βράδυ το σώμα κατευθύνθηκε για να χτυπήσει το σλαβόφωνο χωριό Νερέτ (σημερινός Πολυπόταμος). Την επόμενη μέρα όμως τα σχέδια τους ανατράπησαν όταν συνειδητοποίησαν πως στο χωριό βρισκόταν σημαντική δύναμη του οθωμανικού στρατού. Κατά τη διάρκεια της άτακτης φυγής τραυματίστηκε θανάσιμα ο συνεργάτης του Μελά Θανάσης Καπετανόπουλος. Ο Μελάς τον σκέπασε με την κάπα του, στην οποία είχε αφήσει από αμέλεια ένα γράμμα του Καπετανόπουλου προς τον Δημήτριο Καλλέργη, τον Έλληνα πρόξενο στο Μοναστήρι. Η εύρεση της επιστολής θα οδηγούσε αργότερα σε διάβημα της Υψηλής Πύλης προς την ελληνική κυβέρνηση και την ανάκληση του Καλλέργη. Ύστερα από το επεισόδιο αυτό το σώμα του Μελά κράτησε χαμηλό προφίλ και για αρκετές μέρες έμεινε στη Νεγοβάνη (σημερινό Φλάμπουρο).

Ο θάνατός του

Στις 12 Οκτωβρίου, ύστερα από αποτυχημένη επιδρομή στο Νερέτ, ο Μελάς και η ομάδα του κατευθύνθηκαν στα Στάτιστα(σημερινός Μελάς), χωριό τότε πλειοψηφικά σλαβόφωνο. Στο χωριό, ο ντόπιος συνεργάτης του Μελά Ντίνας Στεργίου μοίρασε τους άνδρες της ομάδας σε πέντε σπίτια. Στο χωριό όμως υπήρχε οργανωμένος βουλγαρικός πυρήνας, μέλος του οποίου ειδοποίησε τον οθωμανικό στρατό για την παρουσία του ελληνικού σώματος. Στις 13 Οκτωβρίου το χωριό περικυκλώθηκε από οθωμανικό απόσπασμα 150 ανδρών και ξεκίνησαν αψιμαχίες. Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας θα έβρισκε τον Μελά νεκρό υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Για τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του Μελά υπάρχει πλήθος εκδοχών. Κάποια στιγμή το οθωμανικό απόσπασμα εντόπισε ένα από τα κρυσφύγετα των Ελλήνων και ξέσπασαν πυροβολισμοί. Οι περισσότερες αφηγήσεις συντρόφων του Μελά αμφισβητούν το ότι υπήρξε σημαντική μάχη και είναι αμφίβολο αν ο Μελάς και όσοι ήταν μαζί του συμμετείχαν. Όλες οι εκδοχές συγκλίνουν πως κάποια στιγμή τη νύχτα ο Μελάς προσπάθησε να διαφύγει όμως τραυματίστηκε θανάσιμα. Οι μαρτυρίες ποικίλουν για το αν ο Μελάς ύστερα από τον τραυματισμό του απεβίωσε, αυτοκτόνησε, ζήτησε από τον Ντίνα να τον αποτελειώσει, ή ο τελευταίος τον σκότωσε αυτόβουλα. Φαίνεται να ήταν ο μοναδικός νεκρός της ελληνικής πλευράς.Σύμφωνα με μια αφήγηση των συμβάντων που διαδόθηκε από τις εφημερίδες της εποχής πέθανε στα χέρια του φίλου του,Γεώργιου Στρατινάκη και η τελευταία του φράση πριν ξεψυχήσει ήταν «Βούλγαρος να μη μείνει». Η εκδοχή αυτή δεν επιβεβαιώνεται από καμία μαρτυρία.
Γύρω από το σώμα του νεκρού Παύλου Μελά εκτυλίχθηκε μια διπλωματική επιχείρηση για την παραλαβή και ενταφιασμό του. Οι Έλληνες δεν ήθελαν να γίνει γνωστή στους Οθωμανούς η ταυτότητα και το στρατιωτικό αξίωμα του νεκρού, διότι αυτό θα δημιουργούσε διπλωματική κρίση. Αρχικά ο νεκρός θάφτηκε από τους χωρικούς έξω από τη Στάτιστα ενώ οι Οθωμανοί δεν γνώριζαν την ταυτότητά του. Αργότερα ο Ντίνας απεσταλμένος της ελληνικής πλευράς (πιθανώς του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη ή του οπλαρχηγού Κύρου) επιχείρησε να ξεθάψει και να μεταφέρει αλλού τον νεκρό. Στο μεταξύ όμως ο θάνατος του Μελά είχε μαθευτεί στην Αθήνα και η εκεί Οθωμανική πρεσβεία ειδοποίησε τις αρχές της Θεσσαλονίκης να βρουν το πτώμα ώστε να το χρησιμοποιήσουν σαν απόδειξη της Ελληνικής επέμβασης σε οθωμανική επικράτεια. Έτσι, ενώ ο Ντίνας έκανε την εκταφή εμφανίστηκε οθωμανικός στρατός. Τότε έκοψε βιαστικά το κεφάλι του νεκρού και έφυγε. Το κεφάλι τάφηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ναού της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Πισοδέρι ενώ οι Οθωμανοί πήραν το ακέφαλο σώμα και το πήγαν στην Καστοριά για αναγνώριση. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης, που γνώριζε τα πάντα, κινητοποίησε τη νεολαία της Καστοριάς που περικύκλωσε το Διοικητήριο και απαιτούσε να τους δοθεί το σώμα «κάποιου Ζέζα» που ήταν Έλληνας. Ο Μητροπολίτης, προειδοποιώντας ότι μπορεί να συμβούν ταραχές που θα έβλαπταν την ειρηνική συμβίωση Τούρκων και Ελλήνων κατάφερε να του δοθεί το σώμα το οποίο και τάφηκε στο παρεκκλήσιο των Ταξιαρχών κοντά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Καστοριάς..
Ο θάνατος του Μελά, γόνου μιας από τις σημαντικότερες ελληνικές οικογένειες, πήρε μεγάλη δημοσιότητα και συγκλόνισε την κοινή γνώμη της εποχής. Υπό την πίεση των γεγονότων η ελληνική κυβέρνηση ωθήθηκε να συμμετάσχει πιο ενεργά στον μακεδονικό αγώνα ενώ αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των εθελοντών.

Μακεδονικός Αγώνας 1904 - 1908



Ο Μακεδονικός Αγώνας θα μείνει στη μνήμη των περισσοτέρων ως ένας ανορθόδοξος πόλεμος ελληνικών και βουλγαρικών ενόπλων σωμάτων μέσα στην τουρκική επικράτεια. Σκοπός των ελληνικών σωμάτων ήταν να περιφρουρήσουν το εθνικό φρόνημα των χωριών, ν' αποκαταστήσουν την τάξη σε όσα χωριά είχαν σημειωθεί αποσκιρτήσεις μετά από πιέσεις των αντιπάλων, να εξουδετερώσουν τις ένοπλες ομάδες και να περιορίσουν τη δράση των ληστρικών σωμάτων, τα οποία κινούνταν μεταξύ παρανομίας και εθνικού αγώνα, ταλαιπωρώντας τους αγροτικούς πληθυσμούς.
Ο αγώνας αυτός άρχισε ουσιαστικά το 1903 και πήρε τέλος το 1908, όταν θεσπίστηκε το τουρκικό σύνταγμα με το κίνημα των Νεοτούρκων. Σ' αυτό το χρονικό διάστημα, δύο ήταν οι κυριότεροι εχθροί του ελληνικού στοιχείου: οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και οι Τούρκοι σωβινιστές.Παρά τον διμέτωπο αγώνα, εναντίον Βουλγάρων και Τούρκων, τα ελληνικά σώματα κατόρθωσαν σταδιακά να περιορίσουν τα βουλγαρικά ερείσματα και ν' αποκαταστήσουν την εθνολογική ισορροπία.Ιδιαίτερα σκληρός ήταν ο αγώνας στην ελώδη λίμνη των Γιαννιτσών, σημείο στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο των οδικών αρτηριών, ενώ πολυάριθμες και φονικότατες μάχες έγιναν στα βουνά της δυτικής Μακεδονίας για την τελική επικράτηση σε διαφιλονικούμενα σλαβόφωνα χωριά.Από το 1906 ο τουρκικός στρατός ανέλαβε σημαντικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και περιόρισε αισθητά τη δράση των ενόπλων ομάδων, ελληνικών και βουλγαρικών. Πάντως κατά τη διετία 1907-1908 τα ελληνικά σώματα είχαν κερδίσει σημαντικό έδαφος σε όλη την έκταση της Μακεδονίας και είχαν διασφαλίσει είτε την παραμονή, είτε την επανασύνδεση με το Πατριαρχείο πολυάριθμων ελληνικών κοινοτήτων.Είναι γεγονός, ότι ποτέ οι Έλληνες δεν υπολόγισαν θυσίες, προκειμένου να γλιτώσει η Μακεδονία από τους Βουλγάρους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο, προκειμένου να την κάνουν Βουλγαρική. Η τακτική τους αυτή, αφύπνισε τους Έλληνες, πολλοί και από όλα τα μέρη της Ελλάδος, έτρεξαν εθελοντές, για να βοηθήσουν τους Έλληνες Μακεδόνες στο σκληρό και άνισο αγώνα τους.Ανάμεσά τους και οι Μανιάτες εθελοντές, που δυστυχώς ακόμα και σήμερα η εθελοντική προσφορά τους αποσιωπάται ή δεν προβάλλεται όσο της αξίζει, ενώ «ενοχλούν» οι προσπάθειες προβολής των αγωνιστών της Μάνης. Η προσπάθειά μας αποσκοπεί να αναδείξει τους λησμονιμένους  εκείνους ήρωες, που αγωνίστηκαν (και πολλοί «έμειναν») για τη δοξασμένη γη του Αλεξάνδρου.Πρώτη συστηματική εξόρμηση των Σλάβων ήταν να πετύχουν την ψυχική και γλωσσική αφομοίωση του ελληνικού πληθυσμού, ώστε να έχουν να επικαλεστούν στοιχεία ενισχυτικά των επιδιώξεών τους. Η προσάρτηση στη Βουλγαρία της Ανατολικής Ρωμυλίας τους ενίσχυσε, ώστε να στραφούν απερίσπαστοι στην απόσπαση του μακεδονικού χώρου. γνωρίζοντας πως το ελληνικό στοιχείο δεν θα υπόκυπτε εύκολα, έριξαν το σύνθημα "η Μακεδονία για τους Μακεδόνες" ζητώντας και τη συνδρομή των Ελλήνων γι' αυτόν τον "κοινό αγώνα".Άρχισαν την επίθεση τους με τη λεηλασία ναών και μοναστηριών και τη σφαγή ιερέων και καλόγερων. Ο άτυχος πόλεμος του 1897, ενώ αποθάρρυνε το μακεδονικό ελληνισμό, έδινε φτερά στους κομιτατζήδες. Παράλληλα - και επίσημα - οι Βούλγαροι αναλάμβαναν ζωηρή και συστηματική προπαγάνδα στην Ευρώπη. Οργάνωσαν μικρά ευέλικτα σώματα που είχαν δυο στόχους: να εισπράττουν χρήματα με αναγκαστικές εισφορές και να εξοντώνουν όποιον αντιστεκόταν στο βουλγαρικό κομιτάτο.Τον Απρίλιο του 1903 αναστατώνεται η Θεσσαλονίκη από βόμβες στους κεντρικούς δρόμους, καίγεται η Οθωμανική Τράπεζα, καταστρέφονται οι εγκαταστάσεις αεριόφωτος και ανατινάζεται ένα μεγάλο γαλλικό εμπορικό πλοίο.Αυτά τα γεγονότα έδωσαν αφορμή να επέμβουν οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις, Ρωσία και Αυστρία, και να πετύχουν κάποιες μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς της Μακεδονίας. Έτσι τους πρώτους μήνες του 1904 σχηματίστηκε στους τρεις νομούς Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Σκοπίων, σώμα χωροφυλάκων με διοικητή Ιταλό στρατηγό που είχε στις διαταγές του πέντε ανώτερους Ευρωπαίους αξιωματικούς. Όμως καθεμιά από τις δυνάμεις απέβλεπε σε δικούς της σκοπούς. Έτσι, τίποτα δεν άλλαξε, ενώ το βουλγαρικό κομιτάτο συνέχιζε με περισσότερη ένταση τη δράση του, εξαφανίζοντας Έλληνες πρόκριτους (γιατρούς, δασκάλους, ιερείς κλπ.) και σφάζοντας άοπλους χωρικούς στις πλατείες των χωριών, μπροστά στα μάτια των συγχωριανών τους.Την άνοιξη του 1903 όμως, σχηματίζεται η πρώτη επιτροπή, η Μακεδονική Φιλική Εταιρεία από τον Αργύριο Ζάχο, τον Θεόδωρο Μόδη και τον Θεόδωρο Καπετανόπουλο. Σκοπός ήταν να πειστεί η Ελληνική κυβέρνηση να ενισχύσει την ένοπλη άμυνα των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας. Έτσι την άνοιξη του 1904, έρχονται στη Μακεδονία για να μελετήσουν την κατάσταση και να υποδείξουν πρακτικά μέτρα οι λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης και οι ανθυπολοχαγοί Γ. Κολοκοτρώνης και Π. Μελάς.Παράλληλα στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 1904 ιδρύθηκε το Μακεδονικό Κομιτάτο, στα γραφεία της εφημερίδας «Εμπρός». Εμπνευστής, ιδρυτής, αλλά και Πρόεδρος του κομιτάτου ήταν ο διευθυντής της εφημερίδας «Εμπρός» Δημήτρης Καλαποθάκης (1862-1921) από την Αρεόπολη και μέλος της πρώτης οργανωτικής επιτροπής ο Πέτρος Κανελλίδης (1846-1911) από το Κουτήφαρι της Έξω Μάνης, διευθυντής της εφημερίδας «Καιροί». Το κομιτάτο, μέλη του οποίου είναι οι Ν. Πολίτης, καθηγητής πανεπιστημίου, Ιωάννης Ράλλης, Πέτρος Σαρόγλου κλπ. αποφασίζει να δράσει άμεσα στέλνοντας ένοπλα σώματα και οπλισμό στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας.Ο Καλαποθάκης, που ως δημοσιογράφος και ως άνθρωπος είχε την καθολική εκτίμηση κράτους και λαού, κρατάει ουσιαστικά στα χέρια του το σχεδιασμό του Αγώνα στο κέντρο. Οργανώνει τα αντάρτικα σώματα και τα αποστέλλει στη Μακεδονία, αλληλογραφεί και συντονίζει, ενημερώνει το κράτος για τον Αγώνα και τον άξιο πρόξενο της Θεσσαλονίκης, τον Λάμπρο Κορομηλά. Στο γραφείο του γίνονται οι στρατολογήσεις και η οργάνωση των εθελοντών και φυσικά των Μανιατών εθελοντών.Σ' όλα τα ελληνικά προξενεία αποσπάστηκαν αξιωματικοί του στρατού και δημιούργησαν ένα θαυμάσιο δίκτυο συνεργατών και αγωνιστών. Στόχος τους ήταν η εξουδετέρωση της βουλγαρικής και ρουμανικής προπαγάνδας, η εμπιστευτική αλληλογραφία, η κατασκοπεία, η μεταφορά τραυματιών, η τροφοδοσία των Ελλήνων ανταρτών και γενικά η υπεράσπιση του ελληνικού στοιχείου.Ένοπλη δράσηΟ Παύλος Μελάς ήταν αξιωματικός του πυροβολικού και γαμπρός επ' αδελφή του Ίωνα Δραγούμη. Έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1897 και μπήκε μυστικά για πρώτη φορά στη Μακεδονία τον Φεβρουάριο του 1904, μαζί με τον Κοντούλη, τον Παπούλα και τον Κολοκοτρώνη. Για δεύτερη φορά επέστρεψε τον Ιούλιο, ως δήθεν ζωέμπορος με το όνομα Πέτρος Δέδες.Για τρίτη και τελευταία φορά πέρασε τα σύνορα από τη μεριά της Κοζάνης στις 27 Αυγούστου του 1904 με σώμα 35 ανδρών από Μακεδόνες, Κρητικούς, Λάκωνες κλπ., ως αρχηγός των Σωμάτων Μοναστηρίου – Καστοριάς. Έδρασε με το ψευδώνυμο καπετάν Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των παιδιών του. Ο θάνατός του από τουρκικό βόλι στη Στάτιστα Καστοριάς -το σημερινό Μελά- στις 13 Οκτωβρίου του 1904, συντάραξε τους Πανέλληνες και τον έκανε ήρωα και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης έλεγε σε γνωστό του: «Όπου να ‘ναι φτάνουν από κάτω και Ελληνικά σώματα. Κρητικοί και Μανιάτες. Θα δεις κάθε κλαδί και παλικάρι». Και πραγματικά δεν διαψεύσθηκε ο μάρτυρας Ιεράρχης, μεγάλη επίσης μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, αφού ακολούθησαν άλλα αντάρτικα σώματα, που η παρουσία τους και η δράση τους εμψύχωνε τους Έλληνες Μακεδόνες.